φούντωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φούντωμα < φουντώνω + -μα < φούντα < (ελληνιστική κοινή) φοῦνδα < funda (σφεντόνα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sp(h)end-
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈfun.do.ma/
Ουσιαστικό επεξεργασία
φούντωμα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του φουντώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
φούντωμα
|