σφεντόνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σφεντόνα < αρχαία ελληνική σφενδόνη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sfenˈdo.na/
Ουσιαστικό
επεξεργασίασφεντόνα θηλυκό
- πρωτόγονο όπλο κατασκευασμένο από ιμάντες που χρησιμεύει για τη ρίψη πετρών
- παιδικό, συνήθως, παιχνίδι που αποτελείται από ξύλο σε σχήμα κεφαλαίου ύψιλον και ένα λάστιχο και εκτελεί παρόμοια εργασία με την αρχαία σφενδόνη αλλά παρέχει ευκολία στο σημάδι
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πρωτόγονο όπλο
σφεντόνα σε σχήμα Υ