Δείτε επίσης: Σφενδόνη
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σφενδόνη οι σφενδόνες
      γενική της σφενδόνης των σφενδονών
    αιτιατική τη σφενδόνη τις σφενδόνες
     κλητική σφενδόνη σφενδόνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
σφενδόνη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σφενδόνη
για την αρχιτεκτονική: μεσαιωνική σημασία[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σφενδόνη θηλυκό

  1. σφεντόνα
  2. (αρχιτεκτονική) το κυρτό τμήμα των κερκίδων σταδίου
  3. (γαλλική ιστορία)  δείτε τη λέξη Σφενδόνη

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα