Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φουντωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
φουντωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
φουντώνω
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φουντωμέν
ος
η
φουντωμέν
η
το
φουντωμέν
ο
γενική
του
φουντωμέν
ου
της
φουντωμέν
ης
του
φουντωμέν
ου
αιτιατική
τον
φουντωμέν
ο
τη
φουντωμέν
η
το
φουντωμέν
ο
κλητική
φουντωμέν
ε
φουντωμέν
η
φουντωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φουντωμέν
οι
οι
φουντωμέν
ες
τα
φουντωμέν
α
γενική
των
φουντωμέν
ων
των
φουντωμέν
ων
των
φουντωμέν
ων
αιτιατική
τους
φουντωμέν
ους
τις
φουντωμέν
ες
τα
φουντωμέν
α
κλητική
φουντωμέν
οι
φουντωμέν
ες
φουντωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
φουντωμένος
που έχει
φουντώσει
.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φουντωμένος