→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φούντωση < φουντώ(νω) + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φούντωση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία