φουντίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φουντίτσα | οι | φουντίτσες |
γενική | της | φουντίτσας | — | |
αιτιατική | τη | φουντίτσα | τις | φουντίτσες |
κλητική | φουντίτσα | φουντίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φουντίτσα < φούντ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /funˈdi.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φου‐ντί‐τσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφουντίτσα θηλυκό
- (υποκοριστικό) μικρή φούντα
Μεταφράσεις
επεξεργασία φουντίτσα
→ δείτε τη λέξη φούντα |