βοτανίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βοτανίζω < (ελληνιστική κοινή) βοτανίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vo.taˈni.zo/
Ρήμα
επεξεργασίαβοτανίζω (παθητική φωνή: βοτανίζομαι)
- ξεριζώνω τα αγριόχορτα από καλλιεργημένη γη
Αντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βοτανίζω | βοτάνιζα | θα βοτανίζω | να βοτανίζω | βοτανίζοντας | |
β' ενικ. | βοτανίζεις | βοτάνιζες | θα βοτανίζεις | να βοτανίζεις | βοτάνιζε | |
γ' ενικ. | βοτανίζει | βοτάνιζε | θα βοτανίζει | να βοτανίζει | ||
α' πληθ. | βοτανίζουμε | βοτανίζαμε | θα βοτανίζουμε | να βοτανίζουμε | ||
β' πληθ. | βοτανίζετε | βοτανίζατε | θα βοτανίζετε | να βοτανίζετε | βοτανίζετε | |
γ' πληθ. | βοτανίζουν(ε) | βοτάνιζαν βοτανίζαν(ε) |
θα βοτανίζουν(ε) | να βοτανίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βοτάνισα | θα βοτανίσω | να βοτανίσω | βοτανίσει | ||
β' ενικ. | βοτάνισες | θα βοτανίσεις | να βοτανίσεις | βοτάνισε | ||
γ' ενικ. | βοτάνισε | θα βοτανίσει | να βοτανίσει | |||
α' πληθ. | βοτανίσαμε | θα βοτανίσουμε | να βοτανίσουμε | |||
β' πληθ. | βοτανίσατε | θα βοτανίσετε | να βοτανίσετε | βοτανίστε | ||
γ' πληθ. | βοτάνισαν βοτανίσαν(ε) |
θα βοτανίσουν(ε) | να βοτανίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βοτανίσει | είχα βοτανίσει | θα έχω βοτανίσει | να έχω βοτανίσει | ||
β' ενικ. | έχεις βοτανίσει | είχες βοτανίσει | θα έχεις βοτανίσει | να έχεις βοτανίσει | ||
γ' ενικ. | έχει βοτανίσει | είχε βοτανίσει | θα έχει βοτανίσει | να έχει βοτανίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βοτανίσει | είχαμε βοτανίσει | θα έχουμε βοτανίσει | να έχουμε βοτανίσει | ||
β' πληθ. | έχετε βοτανίσει | είχατε βοτανίσει | θα έχετε βοτανίσει | να έχετε βοτανίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βοτανίσει | είχαν βοτανίσει | θα έχουν βοτανίσει | να έχουν βοτανίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία βοτανίζω
|