δεματιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δεματιά | οι | δεματιές |
γενική | της | δεματιάς | των | δεματιών |
αιτιατική | τη | δεματιά | τις | δεματιές |
κλητική | δεματιά | δεματιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δεματιά θηλυκό
- (φυτό) το δεματόχορτο
- (συνεκδοχικά) το δεμάτι
Μεταφράσεις επεξεργασία
δεματιά
|