δεμάτιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δεμάτιο | τα | δεμάτια |
γενική | του | δεμάτιου & δεματίου |
των | δεμάτιων & δεματίων |
αιτιατική | το | δεμάτιο | τα | δεμάτια |
κλητική | δεμάτιο | δεμάτια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δεμάτιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δεμάτι(ον) + -ο, υποκοριστικό του δέμα
- για την ανατομία < μεταφραστικό δάνειο από τη λατινική fasciculus, finiculus (ορολογία ανατομίας) → δείτε και tractus
- για τα μαθηματικά < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική bundle, sheaf
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδεμάτιο ουδέτερο
- δέσμη, δεσμίδα, κυριολεκτικά: δεμάτι
- (ανατομία) δέσμη νεύρων
- ⮡ παραπληρωματικό δεμάτιο, οπίσθιο νωτιαιοπαρεγκεφαλιδικό δεμάτιο
- → δείτε και τη λέξη δεσμίδα
- → δείτε nerve fascicle, muscle fascicle στην αγγλική Βικιπαίδεια
- (μαθηματικά) όρος της τοπολογίας (Χρειάζεται επεξεργασία)
- sheaf (mathematics), bundle (mathematics) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- (ανατομία) δέσμη νεύρων