δεμάτιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | δεμάτιον | τὰ | δεμάτιᾰ |
γενική | τοῦ | δεματίου | τῶν | δεματίων |
δοτική | τῷ | δεματίῳ | τοῖς | δεματίοις |
αιτιατική | τὸ | δεμάτιον | τὰ | δεμάτιᾰ |
κλητική ὦ! | δεμάτιον | δεμάτιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δεματίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δεματίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δεμάτιον < (δεματ-) δέμα + υποκοριστικό επίθημα -ιον < δέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδεμάτιον