δεσμίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δεσμίδα | οι | δεσμίδες |
γενική | της | δεσμίδας | των | δεσμίδων |
αιτιατική | τη | δεσμίδα | τις | δεσμίδες |
κλητική | δεσμίδα | δεσμίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δεσμίδα < αρχαία ελληνική δεσμίς < δέσμη < δέω (δένω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδεσμίδα θηλυκό
- μικρή δέσμη, ένα σύνολο από πολλά αντικείμενα ίδιου είδους, πχ από χαρτί, τα οποία είτε είναι δεμένα μεταξύ τους, είτε τα συγκρατεί μια κλωστή, σπάγκος, περιτύλιγμα κλπ
- μια δεσμίδα χαρτονομίσματα των 20€
- Ο ξυλουργός όταν προχώρησε στην επιδρομή φορούσε στολή στρατιωτικής παραλλαγής κάτω από την οποία έφερε χιαστί δεσμίδα φυσιγγίων (από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 19 Μαρτίου 2012)
Μεταφράσεις
επεξεργασία δεσμίδα
|