Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

tract (en)

  • έκταση (επιφάνεια γης, θαλάσσης, κλπ.)

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
tract tracts

  Ουσιαστικό επεξεργασία

tract (fr) αρσενικό

Παράγωγα επεξεργασία