γκρεμνός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
αρσενικό | αρσενικό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο | γκρεμνός | οι | γκρεμνοί | τα | γκρεμνά |
γενική | του | γκρεμνού | των | γκρεμνών | των | γκρεμνών |
αιτιατική | τον | γκρεμνό | τους | γκρεμνούς | τα | γκρεμνά |
κλητική | γκρεμνέ | γκρεμνοί | γκρεμνά | |||
Κατηγορία όπως «δεσμός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γκρεμνός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γκρεμνός < αρχαία ελληνική κρημνός[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκρεμνός αρσενικό
- (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) άλλη μορφή του γκρεμός
επεξεργασία
- ↑ γκρεμνός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Πηγές επεξεργασία
- «Διπλόκλιτα», §606 - Μανόλης Τριανταφυλλίδης (2018) Νεοελληνική γραμματική (της δημοτικής). Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (ανατύπωση της πρώτης έκδοσης του 1941, με διορθώσεις και επίμετρο - γραφή πολυτονική), σελ. 257.