γκρεμνά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
αρσενικό | αρσενικό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο | γκρεμνός | οι | γκρεμνοί | τα | γκρεμνά |
γενική | του | γκρεμνού | των | γκρεμνών | των | γκρεμνών |
αιτιατική | τον | γκρεμνό | τους | γκρεμνούς | τα | γκρεμνά |
κλητική | γκρεμνέ | γκρεμνοί | γκρεμνά | |||
Κατηγορία όπως «δεσμός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γκρεμνά < δεύτερος πληθυντικός αριθμός του γκρεμνός (αρσενικό)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγκρεμνά ουδέτερο στον πληθυντικό
- (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) άλλη μορφή του γκρεμνοί