λαιμά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
αρσενικό | αρσενικό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο | λαιμός | οι | λαιμοί | τα | λαιμά |
γενική | του | λαιμού | των | λαιμών | των | λαιμών |
αιτιατική | τον | λαιμό | τους | λαιμούς | τα | λαιμά |
κλητική | λαιμέ | λαιμοί | λαιμά | |||
Ο δεύτερος πληθυντικός, σε οικείο ύφος. | ||||||
Κατηγορία όπως «δεσμός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λαιμά < δεύτερος πληθυντικός αριθμός του λαιμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαιμά ουδέτερο στον πληθυντικό
Άλλες μορφές
επεξεργασία- λαιμοί (αρσενικό)