Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

λαιμοί αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • λαιμά (ουδέτερο, σε οικείο ύφος)