αμυγδαλή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμυγδαλή | οι | αμυγδαλές |
γενική | της | αμυγδαλής | των | αμυγδαλών |
αιτιατική | την | αμυγδαλή | τις | αμυγδαλές |
κλητική | αμυγδαλή | αμυγδαλές | ||
Συνήθως στον πληθυντικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αμυγδαλή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀμυγδαλῆ, συνηρημένος τύπος του ἀμυγδαλέα (η αμυγδαλιά), (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική amygdale < λατινική amygdala (αμυγδαλιά) < αρχαία ελληνική ἀμυγδάλη (από το σχήμα των αμυγδαλών στον φάρυγγα, όμοιου με αμύγδαλα) [1][2][3]
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμυγδαλή θηλυκό
- (ανατομία) (συνήθως στον πληθυντικό: αμυγδαλές) αδένας που μοιάζει με αμύγδαλο και βρίσκεται στον φάρυγγα
- (ανατομία) (στον εγκέφαλο) ένα από τα τμήματα του μεταιχμιακού συστήματος του εγκεφάλου, που μοιάζει με αμύγδαλο και σχετίζεται με τη μνήμη καθώς και με τα συναισθήματα (κυρίως φόβου, τρόμου, άγχους κ.ά.)
Συγγενικά
επεξεργασία- αμυγδαλίτιδα
- → δείτε τη λέξη αμυγδαλιά
Δείτε επίσης
επεξεργασία- αμυγδαλή στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία στον εγκέφαλο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αμυγδαλή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αμυγδαλή - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ s.v. «αμύγδαλο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.