↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀμυγδαλέᾱ   > ἀμυγδαλ αἱ ἀμυγδαλέαι   > ἀμυγδαλαῖ
      γενική τῆς ἀμυγδαλέᾱς > ἀμυγδαλῆς τῶν ἀμυγδαλεῶν > ἀμυγδαλῶν
      δοτική τῇ ἀμυγδαλέ   > ἀμυγδαλ ταῖς ἀμυγδαλέαις > ἀμυγδαλαῖς
    αιτιατική τὴν ἀμυγδαλέᾱν > ἀμυγδαλῆν τὰς ἀμυγδαλέᾱς   > ἀμυγδαλᾶς
     κλητική ! ἀμυγδαλέᾱ   > ἀμυγδαλ ἀμυγδαλέαι   > ἀμυγδαλαῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀμυγδαλέᾱ   > ἀμυγδαλ
γεν-δοτ τοῖν  ἀμυγδαλέαιν   > ἀμυγδαλαῖν
1η κλίση, ομάδα 'συκέα συκῆ', Κατηγορία 'συκέα' όπως «συκέα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀμυγδαλέα < προελληνική

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀμυγδαλέα θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία