ἀμυγδάλη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἀμυγδᾰλα- | |||||
ονομαστική | ἡ | ἀμυγδάλη | αἱ | ἀμυγδάλαι | |
γενική | τῆς | ἀμυγδάλης | τῶν | ἀμυγδαλῶν | |
δοτική | τῇ | ἀμυγδάλῃ | ταῖς | ἀμυγδάλαις | |
αιτιατική | τὴν | ἀμυγδάλην | τὰς | ἀμυγδάλᾱς | |
κλητική ὦ! | ἀμυγδάλη | ἀμυγδάλαι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμυγδάλᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀμυγδάλαιν | |||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀμυγδάλη < προέλευσης από την προελληνική
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀμυγδάλη θηλυκό (ἀμυγδᾰ́λη)
Πηγές
επεξεργασία- ἀμυγδάλη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.