• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

αμυγδαλίτιδα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμυγδαλίτιδα οι αμυγδαλίτιδες
      γενική της αμυγδαλίτιδας των αμυγδαλίτιδων
    αιτιατική την αμυγδαλίτιδα τις αμυγδαλίτιδες
     κλητική αμυγδαλίτιδα αμυγδαλίτιδες
όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αμυγδαλίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γαλλική amygdalite < amygdale < αρχαία ελληνική ἀμυγδαλῆ / -ίτιδα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αμυγδαλίτιδα θηλυκό

  • (ιατρική) φλεγμονή των αμυγδαλών μικροβιακής ή άλλης αιτιολογίας

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη αμύγδαλο

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αμυγδαλίτιδα
  • αγγλικά : tonsillitis (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αμυγδαλίτιδα&oldid=4693887"
Τελευταία επεξεργασία στις 8 Αυγούστου 2020, στις 21:49

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 8 Αυγούστου 2020, στις 21:49.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie