σταθμά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
αρσενικό | αρσενικό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο | σταθμός | οι | σταθμοί | τα | σταθμά |
γενική | του | σταθμού | των | σταθμών | των | σταθμών |
αιτιατική | τον | σταθμό | τους | σταθμούς | τα | σταθμά |
κλητική | σταθμέ | σταθμοί | σταθμά | |||
Κατηγορία όπως «δεσμός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σταθμά < δεύτερος πληθυντικός αριθμός του σταθμός < αρχαία ελληνική σταθμά
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /staˈθma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σταθ‐μά
- παλιότερος συλλαβισμός : στα‐θμά
Ουσιαστικό
επεξεργασίασταθμά ουδέτερο στον πληθυντικό
- (μονάδα μέτρησης) μεταλλικά σώματα με γνωστό και συγκεκριμένο βάρος, που τα βάζουμε στη μία μεριά μιας ζυγαριάς, προκειμένου να ζυγίσουμε κάτι με άγνωστο βάρος στην άλλη μεριά της ζυγαριάς
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- δύο μέτρα και δύο σταθμά: όταν κρίνουμε μεροληπτικά, υποκειμενικά και αναξιοκρατικά, χρησιμοποιώντας διαφορετικά κριτήρια για παρόμοιες περιπτώσεις
Μεταφράσεις
επεξεργασία σταθμά
δύο μέτρα και δύο σταθμά