clay
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- ο πηλός, πήλινος
- ↪ The villagers kept the cured pork in clay pots.
- Οι χωρικοί διατηρούσαν το αλατισμένο χοιρινό σε πήλινα δοχεία.
- ↪ The villagers kept the cured pork in clay pots.
- (γεωλογία) άργιλος