Πηλεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πηλεύς < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠηλεύς αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη Πήλιον (το βουνό)
Πηγές
επεξεργασία- Πηλεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Πηλεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.