dirt (en) (μη μετρήσιμο)
- το χώμα, η βρόμα, η βρομιά, κάθε ουσία που κάνει κάτι βρώμικο, για παράδειγμα σκόνη, χώμα ή λάσπη
- ⮡ His clothes were covered with dirt.
- Τα ρούχα του ήταν όλο χώμα.
- ⮡ The children were playing in the dirt.
- Τα παιδιά έπαιζαν στα χώματα.
- ⮡ His hands were covered in dirt.
- Τα χέρια του ήταν γεμάτα βρόμα.
- ⮡ There is dirt everywhere.
- Παντού υπάρχουν βρωμιές.
- (ειδικά αμερικανική σημασία) το χώμα, χαλαρή γη
- ⮡ My shoes are full of dirt.
- Τα παπούτσια μου είναι γεμάτα χώμα.
- ⮡ I fill a pit with dirt.
- Γεμίζω μια γούβα με χώμα.