Ουσιαστικό

επεξεργασία

dirt (en) (μη μετρήσιμο)

  1. το χώμα, η βρόμα, η βρομιά, κάθε ουσία που κάνει κάτι βρώμικο, για παράδειγμα σκόνη, χώμα ή λάσπη
      His clothes were covered with dirt.
    Τα ρούχα του ήταν όλο χώμα.
      The children were playing in the dirt.
    Τα παιδιά έπαιζαν στα χώματα.
      His hands were covered in dirt.
    Τα χέρια του ήταν γεμάτα βρόμα.
      There is dirt everywhere.
    Παντού υπάρχουν βρωμιές.
  2. (ειδικά αμερικανική σημασία) το χώμα, χαλαρή γη
      My shoes are full of dirt.
    Τα παπούτσια μου είναι γεμάτα χώμα.
      I fill a pit with dirt.
    Γεμίζω μια γούβα με χώμα.