dirt
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- το χώμα, κάθε ουσία που κάνει κάτι βρώμικο, για παράδειγμα σκόνη, χώμα ή λάσπη
- ↪ His clothes were covered with dirt.
- Τα ρούχα του ήταν όλο χώμα.
- ↪ The children were playing in the dirt.
- Τα παιδιά έπαιζαν στα χώματα
- ↪ His clothes were covered with dirt.
- (ειδικά αμερικανική σημασία) το χώμα, χαλαρή γη
- ↪ My shoes are full of dirt.
- Τα παπούτσια μου είναι γεμάτα χώμα.
- ↪ I fill a pit with dirt.
- Γεμίζω μια γούβα με χώμα.
- ↪ My shoes are full of dirt.
Πηγές
επεξεργασία- dirt - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 981. ISBN 9780194325684., λήμμα: χώμα