Εωσφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Εωσφόρος | οι | Εωσφόροι |
γενική | του | Εωσφόρου | των | Εωσφόρων |
αιτιατική | τον | Εωσφόρο | τους | Εωσφόρους |
κλητική | Εωσφόρε | Εωσφόροι | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Εωσφόρος < αρχαία ελληνική Ἑωσφόρος < ἕως, αττικός τύπος του ἠώς (αυγή) + φέρω
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕωσφόρος αρσενικό
- (αστρονομία) ο Αυγερινός, ο πλανήτης Αφροδίτη ως άστρο της αυγής
- εβραϊκός κακόβουλος δαίμονας, ο σατανάς, ο αρχάγγελος της κόλασης, ο διάβολος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Εωσφόρος (το άστρο της αυγής) → δείτε και τη λέξη Αυγερινός