Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εωσφορικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εωσφορικ
ός
η
εωσφορικ
ή
το
εωσφορικ
ό
γενική
του
εωσφορικ
ού
της
εωσφορικ
ής
του
εωσφορικ
ού
αιτιατική
τον
εωσφορικ
ό
την
εωσφορικ
ή
το
εωσφορικ
ό
κλητική
εωσφορικ
έ
εωσφορικ
ή
εωσφορικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εωσφορικ
οί
οι
εωσφορικ
ές
τα
εωσφορικ
ά
γενική
των
εωσφορικ
ών
των
εωσφορικ
ών
των
εωσφορικ
ών
αιτιατική
τους
εωσφορικ
ούς
τις
εωσφορικ
ές
τα
εωσφορικ
ά
κλητική
εωσφορικ
οί
εωσφορικ
ές
εωσφορικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εωσφορικός
<
Εωσφόρος
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
εωσφορικός
που έχει
σχέση
με τον
Εωσφόρο
, αναφέρεται σ’ αυτόν ή τον χαρακτηρίζει
Συνώνυμα
επεξεργασία
σατανικός
Συγγενικά
επεξεργασία
εωσφορικά
→
δείτε
τη λέξη
Εωσφόρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εωσφορικός