ονειδίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ονειδίζω < αρχαία ελληνική ὀνειδίζω < ὄνειδος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃neid- (κατάρα / καταριέμαι, μέμφομαι)
Ρήμα
επεξεργασίαονειδίζω
- κοροϊδεύω κάποιον γελοιοποιώντας τον και καθιστώντας τον όνειδος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη όνειδος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ονειδίζω | ονείδιζα | θα ονειδίζω | να ονειδίζω | ονειδίζοντας | |
β' ενικ. | ονειδίζεις | ονείδιζες | θα ονειδίζεις | να ονειδίζεις | ονείδιζε | |
γ' ενικ. | ονειδίζει | ονείδιζε | θα ονειδίζει | να ονειδίζει | ||
α' πληθ. | ονειδίζουμε | ονειδίζαμε | θα ονειδίζουμε | να ονειδίζουμε | ||
β' πληθ. | ονειδίζετε | ονειδίζατε | θα ονειδίζετε | να ονειδίζετε | ονειδίζετε | |
γ' πληθ. | ονειδίζουν(ε) | ονείδιζαν ονειδίζαν(ε) |
θα ονειδίζουν(ε) | να ονειδίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ονείδισα | θα ονειδίσω | να ονειδίσω | ονειδίσει | ||
β' ενικ. | ονείδισες | θα ονειδίσεις | να ονειδίσεις | ονείδισε | ||
γ' ενικ. | ονείδισε | θα ονειδίσει | να ονειδίσει | |||
α' πληθ. | ονειδίσαμε | θα ονειδίσουμε | να ονειδίσουμε | |||
β' πληθ. | ονειδίσατε | θα ονειδίσετε | να ονειδίσετε | ονειδίστε | ||
γ' πληθ. | ονείδισαν ονειδίσαν(ε) |
θα ονειδίσουν(ε) | να ονειδίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ονειδίσει | είχα ονειδίσει | θα έχω ονειδίσει | να έχω ονειδίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ονειδίσει | είχες ονειδίσει | θα έχεις ονειδίσει | να έχεις ονειδίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ονειδίσει | είχε ονειδίσει | θα έχει ονειδίσει | να έχει ονειδίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ονειδίσει | είχαμε ονειδίσει | θα έχουμε ονειδίσει | να έχουμε ονειδίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ονειδίσει | είχατε ονειδίσει | θα έχετε ονειδίσει | να έχετε ονειδίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ονειδίσει | είχαν ονειδίσει | θα έχουν ονειδίσει | να έχουν ονειδίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ονειδίζω
|
Πηγές
επεξεργασία- ονειδίζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].