Δείτε επίσης: διακωμῳδῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διακωμωδώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διακωμῳδῶ, συνηρημένος τύπος του διακωμῳδέω < διά + κωμῳδέω / κωμῳδῶ < κωμῳδία < κῶμος + ᾠδή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a.ko.moˈðo/ & /ðʝa.ko.moˈðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐κω‐μω‐δώ / δια‐κω‐μω‐δώ

  Ρήμα επεξεργασία

διακωμωδώ, αόρ.: διακωμώδησα, παθ.φωνή: διακωμωδούμαι, π.αόρ.: διακωμωδήθηκα, μτχ.π.π.: διακωμωδημένος

  1. παρουσιάζω κάτι σοβαρό με κωμικό τρόπο, με σκοπό να καυτηριάσω ή να προβάλλω κάποιο πρόβλημα
  2. (συνεκδοχικά) γελοιοποιώ, κοροϊδεύω, χλευάζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία