Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διακωμωδημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διακωμωδημέν
ος
η
διακωμωδημέν
η
το
διακωμωδημέν
ο
γενική
του
διακωμωδημέν
ου
της
διακωμωδημέν
ης
του
διακωμωδημέν
ου
αιτιατική
τον
διακωμωδημέν
ο
τη
διακωμωδημέν
η
το
διακωμωδημέν
ο
κλητική
διακωμωδημέν
ε
διακωμωδημέν
η
διακωμωδημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διακωμωδημέν
οι
οι
διακωμωδημέν
ες
τα
διακωμωδημέν
α
γενική
των
διακωμωδημέν
ων
των
διακωμωδημέν
ων
των
διακωμωδημέν
ων
αιτιατική
τους
διακωμωδημέν
ους
τις
διακωμωδημέν
ες
τα
διακωμωδημέν
α
κλητική
διακωμωδημέν
οι
διακωμωδημέν
ες
διακωμωδημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διακωμωδημένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
διακωμωδώ
Μετοχή
επεξεργασία
διακωμωδημένος, -η, -ο
που τον έχουν
διακωμωδήσει
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
διακωμωδώ
,
διά
,
κωμωδία
,
κώμος
και
ωδή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διακωμωδημένος
αγγλικά
:
parodied
(en)
,
laughed at
(en)
,
derided
(en)
,
ridiculed
(en)
,
mocked
(en)
,
μεταφορικά ο σπιλωμένος
:
marred
(en)