κώμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κώμος | οι | κώμοι |
γενική | του | κώμου | των | κώμων |
αιτιατική | τον | κώμο | τους | κώμους |
κλητική | κώμε | κώμοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κώμος < αρχαία ελληνική κῶμος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακώμος αρσενικό
- (θρησκεία) εορταστική εκδήλωση προς τιμή του θεού Διονύσου
Δείτε επίσης
επεξεργασία- κώμος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία κώμος
|