κῶμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακῶμος αρσενικό
νυχτερινή έξοδος των συμποσιαστών στους δρόμους με λαμπάδες και προσωπίδες, μουσικά όργανα και άσματα· νυκτωδία, καντάδα, το γλέντι.
![]() |
κῶμος αρσενικό
νυχτερινή έξοδος των συμποσιαστών στους δρόμους με λαμπάδες και προσωπίδες, μουσικά όργανα και άσματα· νυκτωδία, καντάδα, το γλέντι.