Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διακωμώδηση οι διακωμωδήσεις
      γενική της διακωμώδησης* των διακωμωδήσεων
    αιτιατική τη διακωμώδηση τις διακωμωδήσεις
     κλητική διακωμώδηση διακωμωδήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διακωμωδήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διακωμώδηση < διακωμωδώ, διακωμωδη- + -σις > -ση < αρχαία ελληνική διακωμῳδέω / διακωμῳδῶ < διά + κωμῳδέω / κωμῳδῶ < κωμῳδία < κῶμος + ᾠδή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a.koˈmo.ði.si/ & /ðʝa.koˈmo.ði.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐κω‐μώ‐δη‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διακωμώδηση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία