καυτηριάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καυτηριάζω < ελληνιστική κοινή καυτηριάζω < αρχαία ελληνική καυτήρ < καίω
Ρήμα
επεξεργασίακαυτηριάζω
- καίω (π.χ. μια πληγή) με ειδικό εργαλείο ή ουσία για να (την) θεραπεύσω
- σχολιάζω με καυστικό, ελεγκτικό ή δριμύ τρόπο
Συγγενικά
επεξεργασία- ακαυτηρίαστα
- ακαυτηρίαστος
- ηλεκτροκαυτηρίαση
- θερμοκαυτηρίαση
- καυτηρίαση
- καυτηριασμένος
- καυτηριασμός
- → δείτε τη λέξη καίω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καυτηριάζω | καυτηρίαζα | θα καυτηριάζω | να καυτηριάζω | καυτηριάζοντας | |
β' ενικ. | καυτηριάζεις | καυτηρίαζες | θα καυτηριάζεις | να καυτηριάζεις | καυτηρίαζε | |
γ' ενικ. | καυτηριάζει | καυτηρίαζε | θα καυτηριάζει | να καυτηριάζει | ||
α' πληθ. | καυτηριάζουμε | καυτηριάζαμε | θα καυτηριάζουμε | να καυτηριάζουμε | ||
β' πληθ. | καυτηριάζετε | καυτηριάζατε | θα καυτηριάζετε | να καυτηριάζετε | καυτηριάζετε | |
γ' πληθ. | καυτηριάζουν(ε) | καυτηρίαζαν καυτηριάζαν(ε) |
θα καυτηριάζουν(ε) | να καυτηριάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καυτηρίασα | θα καυτηριάσω | να καυτηριάσω | καυτηριάσει | ||
β' ενικ. | καυτηρίασες | θα καυτηριάσεις | να καυτηριάσεις | καυτηρίασε | ||
γ' ενικ. | καυτηρίασε | θα καυτηριάσει | να καυτηριάσει | |||
α' πληθ. | καυτηριάσαμε | θα καυτηριάσουμε | να καυτηριάσουμε | |||
β' πληθ. | καυτηριάσατε | θα καυτηριάσετε | να καυτηριάσετε | καυτηριάστε | ||
γ' πληθ. | καυτηρίασαν καυτηριάσαν(ε) |
θα καυτηριάσουν(ε) | να καυτηριάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καυτηριάσει | είχα καυτηριάσει | θα έχω καυτηριάσει | να έχω καυτηριάσει | ||
β' ενικ. | έχεις καυτηριάσει | είχες καυτηριάσει | θα έχεις καυτηριάσει | να έχεις καυτηριάσει | ||
γ' ενικ. | έχει καυτηριάσει | είχε καυτηριάσει | θα έχει καυτηριάσει | να έχει καυτηριάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καυτηριάσει | είχαμε καυτηριάσει | θα έχουμε καυτηριάσει | να έχουμε καυτηριάσει | ||
β' πληθ. | έχετε καυτηριάσει | είχατε καυτηριάσει | θα έχετε καυτηριάσει | να έχετε καυτηριάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καυτηριάσει | είχαν καυτηριάσει | θα έχουν καυτηριάσει | να έχουν καυτηριάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καυτηριάζω