Επίθετο

επεξεργασία

mock (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  1. προσποιητός, που δεν είναι ειλικρινής
    ⮡  mock enthusiasm - προσποιητός ενθουσιασμός
  2. εικονικός, ψεύτικος, που είναι αντίγραφο κάτι· όχι αληθινό
    ⮡  It was a mock trial and it had no legal force.
    Ήταν μια εικονική δίκη και δεν είχε νομική ισχύ.
    ⮡  They conducted a mock drill to prepare for emergencies.
    Έκαναν μια εικονική άσκηση για να προετοιμαστούν για έκτακτες ανάγκες.
    ⮡  They were playing with mock rifles and swords.
    Έπαιζαν με ψεύτικα ντουφέκια και σπαθιά.

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη fake

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mock mocks

mock (en)

ενεστώτας mock
γ΄ ενικό ενεστώτα mocks
αόριστος mocked
παθητική μετοχή mocked
ενεργητική μετοχή mocking

mock (en)

  1. (μεταβατικό) κάνω μίμηση, μιμούμαι
    ⮡  He mocks other people's voices for us and we laugh.
    Μας κάνει φωνές άλλων ανθρώπων και γελάμε.
    ⮡  She mocked her uncle’s voice perfectly.
    Μιμήθηκε τέλεια τη φωνή του θείου της.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη imitate
  2. (μεταβατικό) κοροϊδεύω χλευάζω
  3. (μεταβατικό) αψηφώ, περιφρονώ