mock
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαmock (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- προσποιητός, που δεν είναι ειλικρινής
- ⮡ mock enthusiasm - προσποιητός ενθουσιασμός
- εικονικός, ψεύτικος, που είναι αντίγραφο κάτι· όχι αληθινό
- ⮡ It was a mock trial and it had no legal force.
- Ήταν μια εικονική δίκη και δεν είχε νομική ισχύ.
- ⮡ They conducted a mock drill to prepare for emergencies.
- Έκαναν μια εικονική άσκηση για να προετοιμαστούν για έκτακτες ανάγκες.
- ⮡ They were playing with mock rifles and swords.
- Έπαιζαν με ψεύτικα ντουφέκια και σπαθιά.
- ⮡ It was a mock trial and it had no legal force.
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη fake
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mock | mocks |
mock (en)
- (βρετανικά αγγλικά) μια πρακτική εξέταση που δίνει κανείς πριν από την επίσημη
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | mock |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mocks |
αόριστος | mocked |
παθητική μετοχή | mocked |
ενεργητική μετοχή | mocking |
mock (en)