σκῶμμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σκῶμμᾰ | τὰ | σκώμμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | σκώμμᾰτος | τῶν | σκωμμᾰ́των |
δοτική | τῷ | σκώμμᾰτῐ | τοῖς | σκώμμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | σκῶμμᾰ | τὰ | σκώμμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | σκῶμμᾰ | σκώμμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκώμμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σκωμμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκῶμμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκῶμμα, -ατος ουδέτερο
- χλεύη, αστεϊσμός, σαρκασμός, εμπαιγμός
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατὰ Φιλίππου γ, 54
- ὥστε λοιδορίας, φθόνου, σκώμματος, ἧστινος ἂν τύχηθ᾽ ἕνεκ᾽ αἰτίας ἀνθρώπους μισθωτούς, ὧν οὐδ᾽ ἂν ἀρνηθεῖεν ἔνιοι ὡς οὐκ εἰσὶ τοιοῦτοι, λέγειν κελεύετε, καὶ γελᾶτε, ἄν τισι λοιδορηθῶσιν.
- ώστε, για να ακούτε λοιδορίες, λόγους γεμάτους φθόνο, σκώμματα, ή για οποιονδήποτε άλλον λόγο, ζητάτε να μιλήσουν άνθρωποι πληρωμένοι, μερικοί από τους οποίους ούτε καν θα αρνιούνταν ότι είναι τέτοιοι, και γελάτε, αν από κάποιους λοιδορηθούν.
- Μετάφραση (2004): Α.Ι. Γιαγκόπουλος-Μ. Αραποπούλου @greek‑language.gr
- ὥστε λοιδορίας, φθόνου, σκώμματος, ἧστινος ἂν τύχηθ᾽ ἕνεκ᾽ αἰτίας ἀνθρώπους μισθωτούς, ὧν οὐδ᾽ ἂν ἀρνηθεῖεν ἔνιοι ὡς οὐκ εἰσὶ τοιοῦτοι, λέγειν κελεύετε, καὶ γελᾶτε, ἄν τισι λοιδορηθῶσιν.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Ἀλέξανδρος, 39.6
- Πρωτέᾳ δέ τινι τῶν περὶ σκώμματα καὶ πότον οὐκ ἀμούσων ἔδοξε δι᾽ ὀργῆς γεγονέναι·
- Με κάποιον Πρωτέα, εξάλλου, με κλίση στα αστεία και στο πιοτό, φάνηκε πως κάποτε είχε οργιστεί·
- Μετάφραση (2012), Α.Ι. Γιαγκόπουλος-Ζ.Ε. Μαλαθούνη, @greek‑language.gr
- Πρωτέᾳ δέ τινι τῶν περὶ σκώμματα καὶ πότον οὐκ ἀμούσων ἔδοξε δι᾽ ὀργῆς γεγονέναι·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατὰ Φιλίππου γ, 54
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σκώπτω
Εκφράσεις
επεξεργασία- σκῶμμα παρὰ γράμμα: λογοπαίγνιο
- ※ 4oς πκε αιώνας ⌘ Αριστοτέλης, Ρητορική, 3.1412a
- ὅπερ δύναται καὶ τὰ παρὰ γράμμα σκώμματα· ἐξαπατᾷ γάρ
- με τον ίδιο τρόπο επενεργούν και τα λογοπαίγνια που γίνονται με την αλλαγή στα γράμματα μιας λέξης, κάτι που ξαφνιάζει και ξεγελάει τον ακροατή
- Μετάφραση (2002, 2004), Δημήτριος Λυπουρλής @greek‑language.gr
- ὅπερ δύναται καὶ τὰ παρὰ γράμμα σκώμματα· ἐξαπατᾷ γάρ
- ※ 4oς πκε αιώνας ⌘ Αριστοτέλης, Ρητορική, 3.1412a
Πηγές
επεξεργασία- σκῶμμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκῶμμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.