Δείτε επίσης: σκωψ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σκώψ οἱ σκῶπες
      γενική τοῦ σκωπός τῶν σκωπῶν
      δοτική τῷ σκωπῐ́ τοῖς σκωψῐ́(ν)
    αιτιατική τὸν σκῶπ τοὺς σκῶπᾰς
     κλητική ! σκώψ σκῶπες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκῶπε
γεν-δοτ τοῖν  σκωποῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'γύψ' όπως «γύψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ο σκώψ.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκώψ < άγνωστης ετυμολογίας Άλλοι θεωρούν ότι από το σκέπτομαι > σκοπός > σκώψ (λόγω του βλέμματος του πτηνού) > σκώπτω (πάλι λόγω του αστείου βλέμματος του μπούφου), ενώ άλλη σχολή θεωρεί ότι το σκώψ παράγεται από το σκώπτω που συνδέεται με το σκάπτω ή το σκέπτομαι. Πιθανολογείται όμως < σκοπός < σκέπτομαι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκώψ, τοῦ σκωπός αρσενικό (πληθυντικός: οἱ σκῶπες)

  1. (πτηνό) είδος κουκουβάγιας ή μπούφου (Strix scops)
  2. (χορός) είδος χορού στον οποίο μιμούνταν ή το πτηνό ή τον σκοπό στις ακροπόλεις που έβαζε το χέρι πάνω από τα μάτια για σκίαση ώστε να εποπτεύει καλύτερα τη γύρω περιοχή

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία