εποπτεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εποπτεύω < αρχαία ελληνική ἐποπτεύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.poˈpte.vo/
Ρήμα
επεξεργασίαεποπτεύω (παθητική φωνή: εποπτεύομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη επόπτης
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εποπτεύω | επόπτευα | θα εποπτεύω | να εποπτεύω | εποπτεύοντας | |
β' ενικ. | εποπτεύεις | επόπτευες | θα εποπτεύεις | να εποπτεύεις | επόπτευε | |
γ' ενικ. | εποπτεύει | επόπτευε | θα εποπτεύει | να εποπτεύει | ||
α' πληθ. | εποπτεύουμε | εποπτεύαμε | θα εποπτεύουμε | να εποπτεύουμε | ||
β' πληθ. | εποπτεύετε | εποπτεύατε | θα εποπτεύετε | να εποπτεύετε | εποπτεύετε | |
γ' πληθ. | εποπτεύουν(ε) | επόπτευαν εποπτεύαν(ε) |
θα εποπτεύουν(ε) | να εποπτεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επόπτευσα | θα εποπτεύσω | να εποπτεύσω | εποπτεύσει | ||
β' ενικ. | επόπτευσες | θα εποπτεύσεις | να εποπτεύσεις | επόπτευσε | ||
γ' ενικ. | επόπτευσε | θα εποπτεύσει | να εποπτεύσει | |||
α' πληθ. | εποπτεύσαμε | θα εποπτεύσουμε | να εποπτεύσουμε | |||
β' πληθ. | εποπτεύσατε | θα εποπτεύσετε | να εποπτεύσετε | εποπτεύστε | ||
γ' πληθ. | επόπτευσαν εποπτεύσαν(ε) |
θα εποπτεύσουν(ε) | να εποπτεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εποπτεύσει | είχα εποπτεύσει | θα έχω εποπτεύσει | να έχω εποπτεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις εποπτεύσει | είχες εποπτεύσει | θα έχεις εποπτεύσει | να έχεις εποπτεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει εποπτεύσει | είχε εποπτεύσει | θα έχει εποπτεύσει | να έχει εποπτεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εποπτεύσει | είχαμε εποπτεύσει | θα έχουμε εποπτεύσει | να έχουμε εποπτεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε εποπτεύσει | είχατε εποπτεύσει | θα έχετε εποπτεύσει | να έχετε εποπτεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εποπτεύσει | είχαν εποπτεύσει | θα έχουν εποπτεύσει | να έχουν εποπτεύσει |
|