Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐποπτεύω < ἐπόπτ(ης) + -εύω

ἐποπτεύω

  1. επιτηρώ, επιβλέπω, εποπτεύω
  2. μυούμαι στα ανώτερα μυστήρια