ενεστώτας attend
γ΄ ενικό ενεστώτα attends
αόριστος attended
παθητική μετοχή attended
ενεργητική μετοχή attending

attend (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) παρακολουθώ, πηγαίνω
    ⮡  The students attended Parliament.
    Οι μαθητές παρακολούθησαν το Κοινοβούλιο.
  2. παρακολουθώ, προσέχω, ασχολούμαι με
  3. φροντίζω, περιποιούμαι
  4. (λόγιο) συνοδεύω