attend
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | attend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | attends |
αόριστος | attended |
παθητική μετοχή | attended |
ενεργητική μετοχή | attending |
Ρήμα επεξεργασία
attend (en)
ενεστώτας | attend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | attends |
αόριστος | attended |
παθητική μετοχή | attended |
ενεργητική μετοχή | attending |
attend (en)