attend
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | attend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | attends |
αόριστος | attended |
παθητική μετοχή | attended |
ενεργητική μετοχή | attending |
Ρήμα
επεξεργασίαattend (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) παρακολουθώ, πηγαίνω
- ⮡ The students attended Parliament.
- Οι μαθητές παρακολούθησαν το Κοινοβούλιο.
- ⮡ The students attended Parliament.
- παρακολουθώ, προσέχω, ασχολούμαι με
- φροντίζω, περιποιούμαι
- (λόγιο) συνοδεύω