σκωψ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σκωψ | οι | σκώπες |
γενική | του | σκωπός | των | σκωπών |
αιτιατική | τον | σκώπα | τους | σκώπας |
κλητική | σκωψ | σκώπες | ||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκωψ < (λόγιο δάνειο) μεσαιωνική λατινική scops[1] & (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκώψ (είδος κουκουβάγιας)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκωψ, του σκωπός αρσενικό
- (απαρχαιωμένο, ταξινομία) ταξινομικό ουσιαστικό στον όρο για το είδος Otus scops - 'Ώτος ο σκωψ, ο γκιόνης)[2]
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ scops - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)