Δείτε επίσης: σκώψ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκωψ οι σκώπες
      γενική του σκωπός των σκωπών
    αιτιατική τον σκώπα τους σκώπας
     κλητική σκωψ σκώπες
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκωψ < (λόγιο δάνειο) μεσαιωνική λατινική scops[1] & (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκώψ (είδος κουκουβάγιας)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκωψ, του σκωπός αρσενικό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. scops - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)