Ετυμολογία

επεξεργασία
σατιρίζω < γαλλική satiriser < satire < παλαιά γαλλική satire < λατινική satira < satura < satur < satis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sh₂tis (=κορεσμός, ικανοποίηση) < *seh₂- (=ικανοποιούμαι)

σατιρίζω (παθητική φωνή: σατιρίζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία