satira
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- satira < satur.
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsatira (la) θηλυκό
- (λογοτεχνία) άλλη μορφή του satura, -ae
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | satĭra | satĭrae |
γενική | satĭrae | satĭrārum |
δοτική | satĭrae | satĭrīs |
αιτιατική | satĭram | satĭrās |
κλητική | satĭra | satĭrae |
αφαιρετική | satĭrā | satĭrīs |