σατιρίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασατιρίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος σατιρίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σατιρίζομαι | σατιριζόμουν(α) | θα σατιρίζομαι | να σατιρίζομαι | ||
β' ενικ. | σατιρίζεσαι | σατιριζόσουν(α) | θα σατιρίζεσαι | να σατιρίζεσαι | (σατιρίζου) | |
γ' ενικ. | σατιρίζεται | σατιριζόταν(ε) | θα σατιρίζεται | να σατιρίζεται | ||
α' πληθ. | σατιριζόμαστε | σατιριζόμαστε σατιριζόμασταν |
θα σατιριζόμαστε | να σατιριζόμαστε | ||
β' πληθ. | σατιρίζεστε | σατιριζόσαστε σατιριζόσασταν |
θα σατιρίζεστε | να σατιρίζεστε | (σατιρίζεστε) | |
γ' πληθ. | σατιρίζονται | σατιρίζονταν σατιριζόντουσαν |
θα σατιρίζονται | να σατιρίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σατιρίστηκα | θα σατιριστώ | να σατιριστώ | σατιριστεί | ||
β' ενικ. | σατιρίστηκες | θα σατιριστείς | να σατιριστείς | σατιρίσου | ||
γ' ενικ. | σατιρίστηκε | θα σατιριστεί | να σατιριστεί | |||
α' πληθ. | σατιριστήκαμε | θα σατιριστούμε | να σατιριστούμε | |||
β' πληθ. | σατιριστήκατε | θα σατιριστείτε | να σατιριστείτε | σατιριστείτε | ||
γ' πληθ. | σατιρίστηκαν σατιριστήκαν(ε) |
θα σατιριστούν(ε) | να σατιριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σατιριστεί | είχα σατιριστεί | θα έχω σατιριστεί | να έχω σατιριστεί | σατιρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις σατιριστεί | είχες σατιριστεί | θα έχεις σατιριστεί | να έχεις σατιριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει σατιριστεί | είχε σατιριστεί | θα έχει σατιριστεί | να έχει σατιριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σατιριστεί | είχαμε σατιριστεί | θα έχουμε σατιριστεί | να έχουμε σατιριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε σατιριστεί | είχατε σατιριστεί | θα έχετε σατιριστεί | να έχετε σατιριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σατιριστεί | είχαν σατιριστεί | θα έχουν σατιριστεί | να έχουν σατιριστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία σατιρίζομαι
|