↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σατιρισμένος η σατιρισμένη το σατιρισμένο
      γενική του σατιρισμένου της σατιρισμένης του σατιρισμένου
    αιτιατική τον σατιρισμένο τη σατιρισμένη το σατιρισμένο
     κλητική σατιρισμένε σατιρισμένη σατιρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σατιρισμένοι οι σατιρισμένες τα σατιρισμένα
      γενική των σατιρισμένων των σατιρισμένων των σατιρισμένων
    αιτιατική τους σατιρισμένους τις σατιρισμένες τα σατιρισμένα
     κλητική σατιρισμένοι σατιρισμένες σατιρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σατιρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σατιρίζω

σατιρισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία