Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκωτικός η σκωτική το σκωτικό
      γενική του σκωτικού της σκωτικής του σκωτικού
    αιτιατική τον σκωτικό τη σκωτική το σκωτικό
     κλητική σκωτικέ σκωτική σκωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκωτικοί οι σκωτικές τα σκωτικά
      γενική των σκωτικών των σκωτικών των σκωτικών
    αιτιατική τους σκωτικούς τις σκωτικές τα σκωτικά
     κλητική σκωτικοί σκωτικές σκωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκωτικός < Σκώτος + -ικός < λατινική Scōtus / Scōttus → και δείτε τη λέξη Σκωτία

  Επίθετο επεξεργασία

σκωτικός, -ή, -ό

Άλλες γραφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία