σκοτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σκοτικός | η | σκοτική | το | σκοτικό |
γενική | του | σκοτικού | της | σκοτικής | του | σκοτικού |
αιτιατική | τον | σκοτικό | τη | σκοτική | το | σκοτικό |
κλητική | σκοτικέ | σκοτική | σκοτικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σκοτικοί | οι | σκοτικές | τα | σκοτικά |
γενική | των | σκοτικών | των | σκοτικών | των | σκοτικών |
αιτιατική | τους | σκοτικούς | τις | σκοτικές | τα | σκοτικά |
κλητική | σκοτικοί | σκοτικές | σκοτικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασκοτικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκοτικός
|