Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκοτσέζικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σκοτσέζικ
ος
η
σκοτσέζικ
η
το
σκοτσέζικ
ο
γενική
του
σκοτσέζικ
ου
της
σκοτσέζικ
ης
του
σκοτσέζικ
ου
αιτιατική
τον
σκοτσέζικ
ο
τη
σκοτσέζικ
η
το
σκοτσέζικ
ο
κλητική
σκοτσέζικ
ε
σκοτσέζικ
η
σκοτσέζικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σκοτσέζικ
οι
οι
σκοτσέζικ
ες
τα
σκοτσέζικ
α
γενική
των
σκοτσέζικ
ων
των
σκοτσέζικ
ων
των
σκοτσέζικ
ων
αιτιατική
τους
σκοτσέζικ
ους
τις
σκοτσέζικ
ες
τα
σκοτσέζικ
α
κλητική
σκοτσέζικ
οι
σκοτσέζικ
ες
σκοτσέζικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκοτσέζικος
< βλέπε
σκωτσέζικος
Επίθετο
επεξεργασία
σκοτσέζικος, -η/-ια, -ο
απλοποιημένη γραφή του
σκωτσέζικος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκοτσέζικος
→
δείτε
τη λέξη
σκωτσέζικος