↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα σκοτσέζικα
      γενική των σκοτσέζικων
    αιτιατική τα σκοτσέζικα
     κλητική σκοτσέζικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
σκοτσέζικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σκοτσέζικος στον πληθυντικό - → δείτε και τη λέξη Σκωτία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκοτσέζικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
σκοτσέζικα < σκοτσέζικ(ος) +

  Επίρρημα

επεξεργασία

σκοτσέζικα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

σκοτσέζικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό