σκοτσέζικα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | σκοτσέζικα | ||
γενική | των | σκοτσέζικων | ||
αιτιατική | τα | σκοτσέζικα | ||
κλητική | σκοτσέζικα | |||
όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σκοτσέζικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σκοτσέζικος στον πληθυντικό
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σκοτσέζικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) χαρακτηρισμός σκοτικής γλώσσας που μιλιέται στη Σκοτία. Μπορεί να είναι:
- η γλώσσα σκοτς
- ή τα σκοτικά γαελικά
Άλλες γραφέςΕπεξεργασία
- σκωτσέζικα (παλιότερη, μη απλοποιημένη γραφή)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σκοτσέζικα < σκοτσέζικ(ος) + -α
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
σκοτσέζικα
- με σκοτσέζικο τρόπο
Άλλες γραφέςΕπεξεργασία
- σκωτσέζικα (παλιότερη, μη απλοποιημένη γραφή)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σκοτσέζικα
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
σκοτσέζικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ουδέτερο του σκοτσέζικος, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού