Σκωτία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σκωτία | οι | Σκωτίες |
γενική | της | Σκωτίας | των | (Σκωτιών) |
αιτιατική | τη | Σκωτία | τις | Σκωτίες |
κλητική | Σκωτία | Σκωτίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σκωτία < λατινική Scōtia < Scōtus / Scōttus < κελτικής προέλευσης ς προέλευσης. Η γραφή με ωμέγα (Σκωτ-) αποδίδει το λατινικό μακρόχρονο ⟨ō⟩ (Scōt-). Η γραφή με όμικρον Σκοτ-, είτε απλοποιημένη, είτε κατά την ελληνιστική ορθογραφία του Σκότοι.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /skoˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σκω‐τί‐α
- ομόηχο: σκοτία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣκωτία θηλυκό
- μία από τις τέσσερις συνιστώσες χώρες που συγκροτούν το Ηνωμένο Βασίλειο
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- Σκώτος / Σκότος
- σκωτικά / σκοτικά
- σκωτικός / σκοτικός
- Σκωτσέζα / Σκοτσέζα
- σκωτσέζικα / σκοτσέζικα
- σκωτσέζικος / σκοτσέζικος
- Σκωτσέζος / Σκοτσέζος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Σκωτία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Σκωτία
|