Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σκωτσέζος οι Σκωτσέζοι
      γενική του Σκωτσέζου των Σκωτσέζων
    αιτιατική τον Σκωτσέζο τους Σκωτσέζους
     κλητική Σκωτσέζε Σκωτσέζοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σκωτσέζος < ιταλική scozzese < αγγλική Scotch < Scottish < Scot < αγγλοσαξονική Scottas (Ιρλανδοί)(!) < υστερολατινική Scōttus / Scōtus < κελτικά

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σκωτσέζος αρσενικό (θηλυκό Σκωτσέζα)

Άλλες γραφές επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία