• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

Σκωτσέζος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Κύριο όνομα
      • 1.2.1 Άλλες γραφές
      • 1.2.2 Άλλες μορφές
      • 1.2.3 Συγγενικά
      • 1.2.4 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σκωτσέζος οι Σκωτσέζοι
      γενική του Σκωτσέζου των Σκωτσέζων
    αιτιατική τον Σκωτσέζο τους Σκωτσέζους
     κλητική Σκωτσέζε Σκωτσέζοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Σκωτσέζος < ιταλική scozzese < αγγλική Scotch < Scottish < Scot < αγγλοσαξονική Scottas (Ιρλανδοί)(!) < υστερολατινική Scōttus / Scōtus < κελτικά

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σκωτσέζος αρσενικό (θηλυκό Σκωτσέζα)

  • (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από τη Σκωτία ή έχει σκωτσέζικη υπηκοότητα

Άλλες γραφές

επεξεργασία
  • Σκοτσέζος (απλοποιημένη γραφή)

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • Σκώτος

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη Σκωτία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    Σκωτσέζος
  • αγγλικά : Scottish (en), Scot (en), Scotsman (en)
  • γαλλικά : Écossais (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=Σκωτσέζος&oldid=5513838"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 16:43

Γλώσσες

    • English
    • Esperanto
    • Русский
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 16:43.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας